-
1 облик
-а α.1. μορφή, όψη, θωριά, φιγούρα φυσιογνωμία•приятный облик ευχάριστη όψη•
менять облик αλλάζω μορφή.
2. ο εσωτερικός κόσμος, το είναι•душевный (моральный, нравственный) облик η ηθική μορφή.
|| μορφή εξωτερική•облик города η όψη της πόλης.
εκφρ.гфи-нимать облик – παίρνω την όψη, τη μορφή.